Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, επίσης γνωστές ως κυστίτιδα, μπορούν να επηρεάσουν το ανώτερο και το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα. Η κάτω ουροποιητική οδός περιλαμβάνει την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη. Ανάλογα με το όργανο που επηρεάζεται από τη λοίμωξη, μιλάμε για ουρηθρίτιδα (φλεγμονή της ουρήθρας) ή κυστίτιδα (φλεγμονή της ουροδόχου κύστης). Η άνω ουροποιητική οδός περιλαμβάνει τους δύο ουρητήρες και τους νεφρούς. Η φλεγμονή των νεφρών, η οποία προκαλείται από ανιούσα λοίμωξη από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, ονομάζεται πυελονεφρίτιδα. Η λοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος είναι η πιο κοινή μορφή. Λόγω ανατομικής θέσης της ουρήθρας, οι γυναίκες πάσχουν από λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος συχνότερα από τους άνδρες.
Η πιο κοινή αιτία λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος είναι η εξάπλωση βακτηρίων από το έντερο στην ουροδόχο κύστη. Η τυπική κυστίτιδα εκδηλώνεται κυρίως με συχνή ανάγκη ούρησης και αίσθημα καύσου κατά την ούρηση.
Μια λοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος μπορεί να αντιμετωπιστεί καλά και συνήθως θεραπεύεται χωρίς συνέπειες.
Αίτια
Οι περισσότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος οφείλονται στη μετάδοση παθογόνων από τον πρωκτό στην ουρήθρα. Αυτά τα βακτήρια εμφανίζονται φυσικά στο έντερο και δεν προκαλούν καμία νόσο. Εάν φτάσουν στην ουρήθρα, πολλαπλασιάζονται και μέσω ανιούσας λοίμωξης ενδέχεται να προκαλέσουν λοιμώξεις και στο ανώτερο ουροποιητικό σύστημα (νεφροί). Συνήθως, η επαρκής πρόσληψη υγρών και η επακόλουθη συχνή ούρηση εμποδίζουν την παραμονή των βακτηρίων στην ουρήθρα. Επιπλέον, το καθαρό κολπικό περιβάλλον αντιπροσωπεύει ένα φράγμα που προστατεύει επίσης την είσοδο μικροοργανισμών στην ουρήθρα.
Οι πιο συνηθισμένοι μικροοργανισμοί είναι τα κολοβακτηρίδια (Escherichia coli) και οι εντερόκοκκοι (enterococci). Πιο σπάνια, μερικοί από τους μικροοργανισμούς μπορούν να μεταδοθούν μέσω κακής υγιεινής, αλλά και μέσω σεξουαλικής επαφής (σταφυλόκοκκοι, Proteus mirabilis, γονόκοκκοι, Candida, χλαμύδια και ορισμένοι ιοί).
Ανατομική λόγοι οδηγούν σε μεγαλύτερη συχνότητα ουρολοιμώξεων στις γυναίκες. Μια σχετικά μικρή ουρήθρα σημαίνει ότι η διαδρομή προς την ουροδόχο κύστη δεν είναι μακριά για τα βακτήρια. Επιπλέον, η ουρήθρα και ο πρωκτός, από όπου συνήθως μεταφέρονται τα βακτήρια, βρίσκονται πιο κοντά στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Επίσης, οι συγγενείς ή επίκτητες δυσπλασίες του ουροποιητικού συστήματος μπορεί να είναι εν μέρει υπεύθυνες. Για παράδειγμα, μια πολύ στενή ουρήθρα μπορεί να αναγκάσει τα ούρα να μπλοκάρουν ή να προκαλέσει ανάστροφη ροή των ούρων από την ουροδόχο κύστη στους νεφρούς.
Επιπλέον, ένα εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα ή ορμονικές αλλαγές είναι συχνά η αιτία μόλυνσης του ουροποιητικού συστήματος:
- Αλλαγές στην ορμονική ισορροπία
Κατά τη διάρκεια του εμμηνορρυσιακού κύκλου, η ποσότητα οιστρογόνων που παράγει ο οργανισμός υπόκειται σε μεταβολές. Φυσιολογικά απαιτείται μια ορισμένη ποσότητα οιστρογόνων έτσι ώστε οι γαλακτοβάκιλλοι, που αποικίζουν τον κόλπο και παρέχουν το όξινο περιβάλλον εκεί, να μπορούν να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Εάν το σώμα στερείται οιστρογόνων, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, κατά την εμμηνόπαυση, ο αριθμός των γαλακτοβακίλλων και συνεπώς η προστατευτική τους λειτουργία μειώνεται. Η ουρήθρα πάσχει επίσης από αυτό, καθώς δεν επωφελείται πλέον από την προστατευτική δράση του κόλπου και εκτίθεται περισσότερο σε προσβολές από βακτήρια. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς σε λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος κατά τη διάρκεια και μετά την εμμηνόπαυση.
- Ευαισθησία σε λοίμωξεις
Μερικές γυναίκες παρουσιάζουν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, άλλες σχεδόν ποτέ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι διάφορες ανοσολογικές οντότητες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος. Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος συμβαίνουν ειδικά όταν υπάρχει εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα με αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις. Αυτό μπορεί να προκληθεί από ασθένειες όπως ο διαβήτης καθώς και από ορισμένα φάρμακα, άγχος ή σωματική υπερκόπωση.
Άλλες Αιτίες
- Υπερβολική υγιεινή της ευαίσθητης περιοχής
Η χρήση υπερβολικής ποσότητας καθαριστικών μπορεί να επηρεάσει τη φυσική προστατευτική λειτουργία των βλεννογόνων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πιο εύκολο για το παθογόνο να προσκολληθεί στους βλεννογόνους και να οδηγήσει σε κλινική συμπτωματολογία.
- Κατιούσα λοίμωξη
Σε σπάνιες περιπτώσεις, μια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος μπορεί επίσης να προκληθεί από φλεγμονή που κατεβαίνει από τους νεφρούς ή, στην περίπτωση συριγγίων (συνδέσεις) μεταξύ του εντέρου και του ουροποιητικού συστήματος, από μόλυνση που εξαπλώνεται μέσω του αίματος ή του λεμφικού συστήματος.
- Υποκείμενες ασθένειες
Υποκείμενες ασθένειες του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος και των νεφρών που οδηγούν σε υπολείμματα ούρων ή παλινδρόμηση ούρων, όπως πέτρες στους νεφρούς, διευρυμένος προστάτης και συγγενείς δυσπλασίες, συνδυάζονται με αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος.
- Ανεπαρκής ενυδάτωση
Ο κίνδυνος λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος αυξάνεται όταν καταναλώνετε μικρή ποσότητα υγρών.
- Καθετήρας
Οποιαδήποτε μορφή καθετηριασμού (εισαγωγή σωλήνα στην ουρήθρα για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς από τον γιατρό) ενέχει τον κίνδυνο μόλυνσης του ουροποιητικού συστήματος.
- Συχνή σεξουαλική επαφή
Πολύ συχνή σεξουαλική επαφή μπορεί να διευκολύνει την είσοδο βακτηρίων του εντέρου στον ουροποιητικό σωλήνα λόγω του μηχανικού ερεθισμού των βλεννογόνων (Honeymoon Cystitis).
Κλινική Εικόνα
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα της λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος είναι η αίσθηση καψίματος και ο πόνος κατά την ούρηση καθώς και η συχνή αίσθηση ούρησης, συνήθως με μικρές μόνο ποσότητες ούρων. Πιο σπάνια, μπορεί να βρεθεί αίμα στα ούρα. Εάν η φλεγμονή επηρεάσει τους νεφρούς, υπάρχει συχνά πόνος στα πλευρά.
Ο πυρετός είναι σπάνιος σε περιπτώσεις ουρολοίμωξης. Οι λοιμώξεις όμως του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος που εμπλέκουν τους νεφρούς, μπορεί να συνοδεύονται από πυρετό και γενικό αίσθημα κακουχίας.
Ιδιαιτερότητες κατά την εγκυμοσύνη
Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας επηρεάζονται ιδιαίτερα από λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, διότι από τις ορμονικές αλλαγές τα παθογόνα μπορούν να πολλαπλασιαστούν πιο εύκολα. Μια ειδική μορφή που εμφανίζεται ειδικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι η ασυμπτωματική λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, στην οποία δεν υπάρχουν συμπτώματα. Αυτό επηρεάζει το 5 έως 10% όλων των εγκύων γυναικών. Εάν μια τέτοια λοίμωξη δεν αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί, οδηγεί σε φλεγμονή των νεφρών στο 40% των περιπτώσεων. Επιπλέον, αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού ή αποβολής. Για το λόγο αυτό, κάθε ασυμπτωματική λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ΠΡΕΠΕΙ να θεραπεύεται. Επιπλέον, σε κάθε επίσκεψη στον Γυναικολόγο πραγματοποιείται εξέταση ούρων με ταινία μέτρησης, προκειμένου να εντοπιστεί εγκαίρως μια ασυμπτωματική λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος.
Επιπλοκές
Όταν η λοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος αντιμετωπίζεται σωστά, οι επιπλοκές είναι σπάνιες. Εάν η λοίμωξη όμως παραμελληθεί, η ουροδόχος κύστη μπορεί να αιμορραγεί με αιματηρά ούρα και πυώδη έκκριση. Μια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος μπορεί επίσης να εξαπλωθεί σε γειτονικά όργανα. Στις γυναίκες, αυτό επηρεάζει συνήθως το αιδοίο και τον κόλπο. Η ουρηθρίτιδα (φλεγμονή της ουρήθρας), ως αποτέλεσμα μιας λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος, μπορεί να προκαλέσει στένωση της ουρήθρας.
Εάν η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος φτάσει στους νεφρούς, μπορεί να αναπτυχθούν εκτός των άλλων και αποστήματα νεφρών. Υπάρχει κίνδυνος τα παθογόνα να εξαπλωθούν από εκεί μέσω του συστήματος αιμοφόρων αγγείων σε όλο το σώμα. Το αποτέλεσμα είναι η λεγόμενη σήψη (δηλητηρίαση στο αίμα). Ένας υψηλός πυρετός αναπτύσσεται ως μέρος της σήψης. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να οδηγήσει σε απειλητική για τη ζωή ανεπάρκεια πολλαπλών οργάνων με διαταραχές πήξης του αίματος.
Διάγνωση
Μετά απο ενα λεπτομερές ιστορικό, ο γυναικολόγος αναζητά σημάδια φλεγμονής με τη μορφή ερυθρότητας του ουρηθρικού στομίου και πυώδους έκκρισης από την ουρήθρα. Προκειμένου να προσδιοριστεί με σαφήνεια εάν υπάρχει λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, τα ούρα πρέπει να εξεταστούν για τυχόν ύπαρξη μικροοργανισμών. Εάν υπάρχουν περισσότερα από 100.000 μικρόβια ανά χιλιοστόλιτρο, σίγουρα υπάρχει μόλυνση του ουροποιητικού συστήματος. Ωστόσο, σε περίπου τις μισές από τις περιπτώσεις λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, δεν μπορεί να ανιχνευτεί υψηλός αριθμός βακτηρίων.
Μια πρώτη ένδειξη λοίμωξης του ουροποιητικού, μπορεί να δοθεί με τον έλεγχο με την χρήση ταινίας (Stick ούρων). Η ταινία δείχνει αυξημένες τιμές για λευκά αιμοσφαίρια (λευκοκύτταρα) και νιτρώδη, σε περίπτωση λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος. Αυτή η εξέταση είναι γρήγορη και φθηνή, αλλά από μόνη της δεν αρκεί για να αποδειχθεί μόλυνση του ουροποιητικού συστήματος. Για αυτό τον λόγο χρειάζεται να γίνει γενική εξέταση ούρων και καλλιέργεια. Τα ούρα καλλιεργούνται σε θρεπτικό μέσο στο οποίο τα βακτήρια αναπτύσσονται. Στη συνέχεια, προσδιορίζεται το ακριβές παθογόνο και γίνεται έλεγχος ποια αντιβιοτικά είναι αποτελεσματικά έναντι αυτών των μικροβίων.
Ο έλεγχος με υπερηχογράφημα πραγματοποιείται για τον εντοπισμό των αιτίων μιας λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος ή των επιπλοκών που έχουν ήδη συμβεί. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να ανιχνευθεί μια στάση των ούρων, πέτρες της ουροδόχου κύστης και τα αποστήματα στους νεφρούς, ανάλογα με την αιτία.
Ο πόνος και η αίσθηση καψίματος κατά την ούρηση μπορεί να προκληθούν και από άλλες αιτίες. Είναι επομένως σημαντικό να διευκρινιστεί ποιες άλλες πιθανές ασθένειες μπορεί να κρύβονται πίσω από τα συμπτώματα [φλεγμονή των γεννητικών οργάνων (αιδοιοκολπίτιδα), μηχανικός ή χημικός ερεθισμός από καθετήρες, φάρμακα, ακτινοβολία στην περιοχή και αλλεργική φλεγμονή της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης].
Η ευερέθιστη ουροδόχος κύστη είναι ένας χρόνιος ερεθισμός του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος με τα ίδια συμπτώματα με μια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, αλλά χωρίς βακτηριακή λοίμωξη.
Στην περίπτωση επαναλαμβανόμενων και ανθεκτικών στη θεραπεία λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, πρέπει να διενεργείται έλεγχος απο ουρολόγο με κυστεοσκόπηση, η οποία μπορεί να παρέχει σημαντικές πληροφορίες προς αποκλεισμό άλλων αιτιών.
Θεραπεία
Ένα σημαντικό προληπτικό μέτρο για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι να αυξήσετε την ποσότητα νερού που πίνετε με επακόλουθη τακτική ούρηση. Εάν μολυνθεί το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, συνιστάται βραχυπρόθεσμη θεραπεία με αντιβιοτικό για μία έως τρεις ημέρες. Δεδομένου ότι οι πιο συχνές λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι πολύ ευαίσθητες στα αντιβιοτικά, αυτή η σύντομη θεραπεία είναι επαρκής. Σε περίπτωση επιπλεγμένης λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος με πυρετό και συμμετοχή των νεφρών, η θεραπεία με αντιβιοτικά πραγματοποιείται για τουλάχιστον δέκα ημέρες με τακτικό επανέλεγχο. Εάν οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι επαναλμβανόμενες, συνιστάται εκτίμηση απο ειδικό ουρολόγο με περαιτέρω εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο.
Στην περίπτωση της ουρηθρίτιδας που προκαλείται από σεξουαλικά μεταδιδόμενα παθογόνα, είναι σημαντικό να θεραπεύεται και ο σύντροφος. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να αποφευχθεί μια νέα λοίμωξη.
Η πρόγνωση της λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος εξαρτάται από την βαρύτητα της φλεγμονής και από πόσα όργανα επηρεάζονται επίσης.
Μια απλή λοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος συνήθως θεραπεύεται χωρίς συνέπειες. Ακόμη και μια πολύπλοκη μορφή με συμμετοχή των νεφρών, μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς μόνιμη βλάβη εάν αντιμετωπιστεί σωστά.