Καρδιοτοκογράφημα

Το καρδιοτοκογράφημα (CTG) είναι μια μη επεμβατική προγεννητική εξέταση, που επιτρέπει την παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου και της δραστηριότητας της μήτρας. Πρόκειται για μια εξέταση κρίσιμης σημασίας, ιδιαίτερα στις τελευταίες εβδομάδες της εγκυμοσύνης και κατά τη διάρκεια του τοκετού, καθώς βοηθά στην αξιολόγηση της υγείας του εμβρύου και στον εντοπισμό πιθανών επιπλοκών.

Με τη χρήση ειδικών αισθητήρων, η εξέταση παρέχει σε πραγματικό χρόνο στοιχεία για τη λειτουργία της καρδιάς του εμβρύου και για τη συχνότητα και ένταση των συσπάσεων της μήτρας. Οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν στους μαιευτήρες και τις μαίες να παρέμβουν έγκαιρα σε περίπτωση ανησυχητικών ενδείξεων, μειώνοντας τον κίνδυνο εμβρυϊκής δυσχέρειας.

 

Πώς λειτουργεί το καρδιοτοκογράφημα;

 

Η διαδικασία του καρδιοτοκογραφήματος είναι απλή, ανώδυνη και δεν απαιτεί ιδιαίτερη προετοιμασία από τη μητέρα. Κατά την εξέταση:

  • Η έγκυος ξαπλώνει σε μια αναπαυτική θέση, συνήθως ανάσκελα ή ελαφρώς στο πλάι.
  • Ο γιατρός ή η μαία τοποθετεί δύο αισθητήρες στην κοιλιά της μητέρας με τη βοήθεια ελαστικών ιμάντων.
    1. Ο πρώτος αισθητήρας καταγράφει τον καρδιακό ρυθμό του εμβρύου.
    2. Ο δεύτερος αισθητήρας καταγράφει τις συσπάσεις της μήτρας.
  • Οι πληροφορίες εμφανίζονται σε μια συνεχή γραφική απεικόνιση, που αναλύεται από τον ειδικό.

Η εξέταση διαρκεί περίπου 20-40 λεπτά, ανάλογα με την κινητικότητα του εμβρύου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί μεγαλύτερη διάρκεια ή επαναληπτική εξέταση, εάν τα αποτελέσματα δεν είναι ξεκάθαρα.

 

Non-Stress Test – NST

  • Πραγματοποιείται συνήθως από την 32η εβδομάδα της κύησης και μετά.
  • Το έμβρυο παρακολουθείται χωρίς εξωτερική διέγερση, με σκοπό να αξιολογηθεί η αυτόματη αντίδρασή του στις φυσικές του κινήσεις.
  • Αν ο καρδιακός ρυθμός μεταβάλλεται με επιταχύνσεις και μεταβλητόττητα, το αποτέλεσμα θεωρείται φυσιολογικό.

Πότε συνιστάται το καρδιοτοκογράφημα;

 

Το καρδιοτοκογράφημα είναι μια εξέταση ρουτίνας στις τελευταίες εβδομάδες της εγκυμοσύνης, αλλά μπορεί να κριθεί απαραίτητο και νωρίτερα, ειδικά σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου κύησης.

Οι κύριες περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται είναι:

  • Στο τρίτο τρίμηνο για την παρακολούθηση της ευημερίας του εμβρύου.
  • Κατά τη διάρκεια του τοκετού, για τη διασφάλιση της ομαλής εξέλιξης και της σωστής οξυγόνωσης του εμβρύου.
  • Σε κυήσεις υψηλού κινδύνου, όπως στην περίπτωση προεκλαμψίας, σακχαρώδους διαβήτη κύησης ή υπολειπόμενης ανάπτυξης του εμβρύου.
  • Όταν η μητέρα αναφέρει μειωμένη εμβρυϊκή κινητικότητα, ώστε να διαπιστωθεί αν το έμβρυο βρίσκεται σε κίνδυνο.
  • Σε πολύδυμες κυήσεις, όπου απαιτείται στενότερη παρακολούθηση των εμβρύων.

Πλεονεκτήματα και περιορισμοί

 

Το καρδιοτοκογράφημα είναι μία από τις σημαντικότερες προγεννητικές εξετάσεις, καθώς παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την υγεία του εμβρύου.

Πλεονεκτήματα:

  • Μη επεμβατική και ανώδυνη εξέταση, που δεν ενέχει κινδύνους για τη μητέρα ή το έμβρυο.
  • Άμεσα αποτελέσματα, που επιτρέπουν την άμεση λήψη αποφάσεων αν εντοπιστεί κάποιο πρόβλημα.
  • Συμβάλλει στην έγκαιρη διάγνωση επιπλοκών, μειώνοντας τον κίνδυνο επιπλοκών κατά τον τοκετό.

Περιορισμοί:

  • Δεν παρέχει οριστική διάγνωση, αλλά μόνο ενδείξεις για την κατάσταση του εμβρύου.
  • Ορισμένα αποτελέσματα μπορεί να είναι ασαφή, οδηγώντας σε ανάγκη για πρόσθετες εξετάσεις.
  • Η αξιοπιστία του μπορεί να επηρεαστεί από τη θέση του εμβρύου ή από τη δραστηριότητα της μητέρας.

Η έγκαιρη και τακτική παρακολούθηση με καρδιοτοκογράφημα βοηθά τους ιατρούς να προλαμβάνουν επικίνδυνες καταστάσεις, εξασφαλίζοντας ασφαλή κύηση και τοκετό τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί. Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με τον έμπειρο Μαιευτήρα-Γυναικολόγο- Χειρουργό Μαστού Ιωάννη Μπούτα.